υποστόμιο

υποστόμιο
το / ὑποστόμιον, ΝΑ
το μέρος τών ηνίων που μπαίνει στο στόμα τού αλόγου
νεοελλ.
επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + στόμα (πρβλ. περι-στόμιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλινίσκος — ο, Ν απλός τύπος χαλινού αποτελούμενος μόνον από υποστόμιο παραχαλινίδας, παραγναθίδες, κορυφαία, υποδέραιο, προμετωπίδιο, περιστόμιο και από τους ρυτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”